- καινουργίζω
- καινουργίζω (Μ) [καινουργός]καινουργώ*, ανακαινίζω, καθιστώ κάτι καινούργιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού καινουργώ κατά τα ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καινουργισμός — καινουργισμός, ὁ (Α) [καινουργίζω] 1. η καινουργία* 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῑον κάλλος ἀναμόρφωσις» … Dictionary of Greek
ξανακαινουργίζω — 1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, ανακαινίζω 2. κάνω κάτι να αποκτήσει την πρώτη του δόξα ή ακμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + καινουργίζω «ανακαινίζω»] … Dictionary of Greek
ՆՈՐԱԳՈՐԾԵՄ — (եցի.) NBH 2 0442 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 12c, 13c ն. νεουργέω, καινουργέω, καινουργίζω , νεοποιέω novum facio, renovo, innovo, res notas edo. Նոր գործել. իբր նոր ինչ հաստել, նորակերտել. նորոնգել. նոր ինչ առնել արտաքոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)